- ἀμίδιον
- ἀμίδιον, τό, Dim. of ἀμίς, Aeschin.Socr.43, S.E.M.1.234.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμίδιον — ἀμίδιον, το (Α) υποκοριστικό τής λέξης ἀμίς* … Dictionary of Greek
ἀμίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιδίων — ἀμίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμίς — ἀμίς ( ίδος), η (Α) ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμη*. Απαντά και τ. ἁμὶς < ἅμη, ἄμη). ΠΑΡ. αρχ. ἀμίδιον] … Dictionary of Greek